Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάγκανος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάγκανος αρσενικό

  • γεωργικό ξύλινο εργαλείο εξαγωγής ινών λιναριού

  Μεταφράσεις επεξεργασία