μάγεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάγεμα | τα | μαγέματα |
γενική | του | μαγέματος | των | μαγεμάτων |
αιτιατική | το | μάγεμα | τα | μαγέματα |
κλητική | μάγεμα | μαγέματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μάγεμα < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική μάγευμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μάγεμα ουδέτερο
- το να μαγεύεις κάποιον
- αυτό που σε μαγεύει (πχ με την ομορφιά του)
- Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη (Διον. Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μάγεμα
|