Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μάγειρας οι μάγειρες
      γενική του μάγειρα των μαγείρων
    αιτιατική τον μάγειρα τους μάγειρες
     κλητική μάγειρα μάγειρες
Και γενική πληθυντικού, «των μάγειρων».
Συγκρίνετε με την κλίση του «μάγειρος».
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

 
μάγειρες στην Ινδονησία την ώρα της δουλειάς
μάγειρας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάγειρας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μάγειρ(ος) + -ας[1] < αρχαία ελληνική μάσσω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈma.ʝi.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μά‐γει‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάγειρας αρσενικό (θηλυκό μαγείρισσα)

  1. (επάγγελμα, γαστρονομία) ο επαγγελματίας που ασχολείται με την παρασκευή φαγητού
  2. αυτός που μαγειρεύει

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία