Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λύνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λύνω
  3. θα λύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λύνω