Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λόττο < → δείτε τη λέξη λότο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlo.to/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λόττο ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία