Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λόρδος οι λόρδοι
      γενική του λόρδου των λόρδων
    αιτιατική τον λόρδο τους λόρδους
     κλητική λόρδε λόρδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λόρδος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λόρδος αρσενικό

ο λόρδος Βύρων

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  • η Βουλή των Λόρδων: το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα στο ΗΒ

  Μεταφράσεις επεξεργασία