Δείτε επίσης: λιτός, Λυτός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λυτός η λυτή το λυτό
      γενική του λυτού της λυτής του λυτού
    αιτιατική τον λυτό τη λυτή το λυτό
     κλητική λυτέ λυτή λυτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυτοί οι λυτές τα λυτά
      γενική των λυτών των λυτών των λυτών
    αιτιατική τους λυτούς τις λυτές τα λυτά
     κλητική λυτοί λυτές λυτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυτός < αρχαία ελληνική λυτός < λύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /liˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐τός

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

λυτός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη λύνω

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία