Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυσίκομος < λύω + κόμη

  Επίθετο επεξεργασία

λυσίκομος

  • Αυτός που έχει λυμένα, ξέπλεκα μαλλιά. Αυτός που δεν έχει χτενίσει τα μαλλιά του.

  Μεταφράσεις επεξεργασία