λούμπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λούμπα | οι | λούμπες |
γενική | της | λούμπας | — | |
αιτιατική | τη | λούμπα | τις | λούμπες |
κλητική | λούμπα | λούμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λούμπα < (άμεσο δάνειο) αλβανική luba (λάκκος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈlu.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λού‐μπα
Ουσιαστικό επεξεργασία
λούμπα θηλυκό
- λάκκος
- ※ Λίγο ψηλότερα φτάσαμε σε μια μεγάλη λούμπα με στάσιμο νερό. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- (ειδικότερα) λάκκος σε συνεργείο αυτοκινήτων
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- πέφτω στη λούμπα: εξαπατώμαι, παρασύρομαι και ενεργώ με βάση μια λανθασμένη άποψη είτε εξαιτίας δόλιων ενεργειών άλλων είτε από δική μου σύγχυση ή απροσεξία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λούμπα
→ δείτε τη λέξη λάκκος |