Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λούγκρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λούγκρα θηλυκό

  1. (αργκό) πολύ κακιά στα καλιαρντά
  2. (αργκό) ο ομοφυλόφιλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία