Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λουτήρας οι λουτήρες
      γενική του λουτήρα των λουτήρων
    αιτιατική τον λουτήρα τους λουτήρες
     κλητική λουτήρα λουτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουτήρας < αρχαία ελληνική λουτήρ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /luˈti.ɾas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λουτήρας αρσενικό

  • μεγάλο δοχείο ή άλλου είδους κατασκευή, που χρησιμοποιείται για λούσιμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία