λουτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λουτήρας | οι | λουτήρες |
γενική | του | λουτήρα | των | λουτήρων |
αιτιατική | τον | λουτήρα | τους | λουτήρες |
κλητική | λουτήρα | λουτήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λουτήρας < αρχαία ελληνική λουτήρ
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λουτήρας αρσενικό
- μεγάλο δοχείο ή άλλου είδους κατασκευή, που χρησιμοποιείται για λούσιμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λουτήρας
|