Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λουρίδα οι λουρίδες
      γενική της λουρίδας των λουρίδων
    αιτιατική τη λουρίδα τις λουρίδες
     κλητική λουρίδα λουρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουρίδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λουρίδα θηλυκό

  1. λωρίδα, στενόμακρη περιοχή / τμήμα ενός μεγαλύτερου συνόλου
  2. (ενδυμασία) δερμάτινη ζώνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία