λουκανικάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουκανικάκι | τα | λουκανικάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λουκανικάκι | τα | λουκανικάκια |
κλητική | λουκανικάκι | λουκανικάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λουκανικάκι < λουκάνικο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
λουκανικάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λουκανικάκι
|