λογοδόσιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογοδόσιμο < λογοδίνομαι + -σο
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογοδόσιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λογοδίνομαι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογοδόσιμο
|