λογιών
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /loˈʝon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γιών
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογιών θηλυκό, γενική πληθυντικού
- ειδών, κατηγοριών
- ↪ υπάρχουν δυο λογιών μηχανάκια, τα δίχρονα και τα τετράχρονα
- (με επανάληψη) λογιών λογιών: πολλών ειδών (για να δηλωθεί η ποικιλία)
- ↪ μέσα στο παλιατζίδικο έβρισκε κανείς λογιών λογιών αντίκες
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογιών
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- λογιών: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
λογιών ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του λόγια (δεύτερος ενικός του λόγος)