λογικέψουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λογικέψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λογικεύω
- θα λογικέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λογικεύω
λογικέψουμε