Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λογικέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λογικεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λογικεύω
  3. θα λογικέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λογικεύω