Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λογίκεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
λογίκεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
λογικεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
λογικεύω