Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιόδεντρο τα λιόδεντρα
      γενική του λιόδεντρου των λιόδεντρων
    αιτιατική το λιόδεντρο τα λιόδεντρα
     κλητική λιόδεντρο λιόδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιόδεντρο < λιό- + δέντρο[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʎo.ðen.dɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιό‐δε‐ντρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιόδεντρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία