↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιτρουβιό τα λιτρουβιά
      γενική του λιτρουβιού των λιτρουβιών
    αιτιατική το λιτρουβιό τα λιτρουβιά
     κλητική λιτρουβιό λιτρουβιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιτρουβιό < ελαιοτριβείο• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.tɾuˈvʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐τρου‐βιό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιτρουβιό ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία