Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιτανεύω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική λιτανεύω

  Ρήμα επεξεργασία

λιτανεύω

  1. κάνω περιφορά αγίων εικόνων ή ιερών λειψάνων, κάνω λιτανεία
  2. παίρνω μέρος σε λιτανεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιτανεύω < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   λιτανός < λίσσομαι ( = ικετεύω)

  Ρήμα επεξεργασία

λιτανεύω

  Πηγές επεξεργασία