Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιποτάκτησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
λιποτάκτησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
λιποτακτώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
λιποτακτώ