Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λιποτάκτησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος λιποτακτώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος λιποτακτώ