Δείτε επίσης: λιποθυμῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιποθυμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιποθυμῶ → και δείτε τη λέξη λιποθυμάω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.po.θiˈma.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐πο‐θυ‐μά‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

λιποθυμώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία