Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιποαναρρόφηση οι λιποαναρροφήσεις
      γενική της λιποαναρρόφησης* των λιποαναρροφήσεων
    αιτιατική τη λιποαναρρόφηση τις λιποαναρροφήσεις
     κλητική λιποαναρρόφηση λιποαναρροφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λιποαναρροφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιποαναρρόφηση < λίπ(ος) + -ο- + αναρρόφηση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιποαναρρόφηση θηλυκό

  • χειρουργική διαδικασία για την αφαίρεση λίπους από ορισμένες περιοχές του σώματος, π.χ. την κοιλιά ή τους γλουτούς

  Μεταφράσεις επεξεργασία