λιμναίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
λιμναίο
- λιμναίος, στην αιτιατική του ενικού
λιμναίο, ουδέτερο του λιμναίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
λιμναίο
λιμναίο, ουδέτερο του λιμναίος