Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

λιμναίο

  1. λιμναίος, στην αιτιατική του ενικού

λιμναίο, ουδέτερο του λιμναίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού