λιθάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιθάρι | τα | λιθάρια |
γενική | του | λιθαριού | των | λιθαριών |
αιτιατική | το | λιθάρι | τα | λιθάρια |
κλητική | λιθάρι | λιθάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιθάρι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιθάρι ουδέτερο
- μεγάλη σχετικά πέτρα
- Ξαφνικά σκόνταψε σ' ένα λιθάρι κι' έπεσε στο γόνατο. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- το αγώνισμα κατά το οποίο οι αθλητές ρίχνουν όσο πιο μακριά μπορούν μια βαριά πέτρα