Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιγο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λιγο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀλιγο- με σίγηση του αρχικού άτονου ὀ- [1] → δείτε τις λέξεις λίγος και ὀλίγος

  Πρόθημα επεξεργασία

λιγο- ή λιγό-

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

δείτε και

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιγο- < ὀλιγο- με αποβολή του αρχικού άτονου ὀ- [1] < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀλιγο- ὀλίγο(ς)

  Πρόθημα επεξεργασία

λιγο- ή λιγό-

Σύνθετα επεξεργασία

δείτε και

  Αναφορές επεξεργασία