λιβαδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιβαδάκι | τα | λιβαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λιβαδάκι | τα | λιβαδάκια |
κλητική | λιβαδάκι | λιβαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιβαδάκι < λιβάδι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιβαδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του λιβάδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιβαδάκι
|