λιανά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʎaˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λια‐νά
- τονικά παρώνυμα: λιάνα, Λιάνα
Επίρρημα επεξεργασία
λιανά
- λεπτομερώς, αναλυτικά
- ↪ Σκέφτηκε πώς να κάνει λιανά στον φίλο του την όλη υπόθεση.
- ※ Είναι δηλαδή δυόμισι φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας ή, για να το κάνουμε πιο λιανά και κάπως να το καταλάβουμε, μιας και αυτά τα μεγέθη είναι σχεδόν εκτός νοήματος για μας, είναι πάνω από πέντε φορές το δάνειο που μας πρόσφερε το ΔΝΤ με τη διαπιστωμένη γενναιοδωρία του. (*enet.gr)
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεπτομερώς, αναλυτικά
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | λιανά | ||
γενική | των | λιανών | ||
αιτιατική | τα | λιανά | ||
κλητική | λιανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
λιανά ουδέτερο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
για τα κέρματα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
λιανά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (λιανό) του λιανός