Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ληστοσυμμορίτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ληστοσυμμορίτ
ης
οι
ληστοσυμμορίτ
ες
γενική
του
ληστοσυμμορίτ
η
των
ληστοσυμμοριτ
ών
αιτιατική
τον
ληστοσυμμορίτ
η
τους
ληστοσυμμορίτ
ες
κλητική
ληστοσυμμορίτ
η
ληστοσυμμορίτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ληστοσυμμορίτης
<
ληστοσυμμορία
+
-ίτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ληστοσυμμορίτης
αρσενικό
το μέλος μιας
συμμορίας
ληστών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ληστοσυμμορίτης