Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λησμονοβότανο τα λησμονοβότανα
      γενική του λησμονοβότανου των λησμονοβότανων
    αιτιατική το λησμονοβότανο τα λησμονοβότανα
     κλητική λησμονοβότανο λησμονοβότανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λησμονοβότανο < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.zmo.noˈvo.ta.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λη‐σμο‐νο‐βό‐τα‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λησμονοβότανο ουδέτερο

  • (μυθολογία) βότανο του Άδη που όταν καταναλωθεί από νεκρό, ξεχνούσε τον πάνω κόσμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία