Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λησμονήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λησμονώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λησμονώ
  3. θα λησμονήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λησμονώ