λευκοσιδηρουργείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λευκοσιδηρουργείο < λευκοσιδηρουργ(ός) + -είο
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λευκοσιδηρουργείο ουδέτερο
- το εργαστήρι του λευκοσιδηρουργού
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις λευκοσίδηρος και έργο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λευκοσιδηρουργείο
|