Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λευκοσιδηρουργία οι λευκοσιδηρουργίες
      γενική της λευκοσιδηρουργίας των λευκοσιδηρουργιών
    αιτιατική τη λευκοσιδηρουργία τις λευκοσιδηρουργίες
     κλητική λευκοσιδηρουργία λευκοσιδηρουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκοσιδηρουργία < λευκο(ς) + σιδηρ(ος) + -ουργία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λευκοσιδηρουργία θηλυκό

  1. μονάδα παραγωγής αντικειμένων από λευκοσίδηρο
  2. γενικά ο τομέας της παραγωγής αντικειμένων από λευκοσίδηρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία