λεπτοκαρυά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεπτοκαρυά | οι | λεπτοκαρυές |
γενική | της | λεπτοκαρυάς | των | λεπτοκαρυών |
αιτιατική | τη | λεπτοκαρυά | τις | λεπτοκαρυές |
κλητική | λεπτοκαρυά | λεπτοκαρυές | ||
Οι καταλήξεις δεν προφέρονται με συνίζηση όπως σε άλλα θηλυκά σε -ιά. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεπτοκαρυά < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /le.pto.ka.ɾiˈa/ (λόγια προφορά, χωρίς συνίζηση στην κατάληξη)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐πτο‐κα‐ρυ‐ά
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεπτοκαρυά θηλυκό και λεπτοκαρύα και λεφτοκαρυά
- άλλη ονομασία της ήμερης φουντουκιάς
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεπτοκαρυά
→ δείτε τη λέξη φουντουκιά |