λεξάριθμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεξάριθμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεξάριθμος αρσενικό
- το νούμερο που προκύπτει από το άθροισμα τιμών των χαρακτήρων μιας λέξης, σύμφωνα με πίνακα τιμών για κάθε χαρακτήρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεξάριθμος
|