λεμονόκουπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεμονόκουπα θηλυκό
- το ένα από τα δύο μέρη ενός κομμένου στην μέση λεμονιού
Εκφράσεις επεξεργασία
- πετάω σαν στυμμένη λεμονόκουπα
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεμονόκουπα
|