Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεηλατούμε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
le.i.laˈtu.me
/
ομόηχο
:
λεηλατούμαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
λεηλατούμε
α΄ πρόσωπο πληθυντικού
ενεστώτα
του ρήματος
λεηλατώ