λεβάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεβάρισμα ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λεβάρω, το τράβηγμα του παλαμαριού ή της αλυσίδας (και το σύρσιμο κάποιου πλεούμενου)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λεβάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεβάρισμα
|