Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λείψανον τὰ λείψαν
      γενική τοῦ λειψάνου τῶν λειψάνων
      δοτική τῷ λειψάν τοῖς λειψάνοις
    αιτιατική τὸ λείψανον τὰ λείψαν
     κλητική ! λείψανον λείψαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λειψάνω
γεν-δοτ τοῖν  λειψάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λείψανον < (λείπω) λειψ- + -ανον [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λείψανον, -ου ουδέτερο

  1. απομεινάρι, υπόλοιπο
    για τα λείψανα των νεκρών, δείτε τον πληθυντικό λείψανα
  2. ερείπιο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία