Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λατρέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λατρεύω
  2. θα λατρέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λατρεύω