λατρέψουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λατρέψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λατρεύω
- θα λατρέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λατρεύω
λατρέψουμε