Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λατινίζω < Λατίνος (καθολικός) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

λατινίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία