Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο λαουτζίκος
      γενική του λαουτζίκου
    αιτιατική τον λαουτζίκο
     κλητική λαουτζίκο
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαουτζίκος < λαό(ς) + -τζίκος (  + υποκοριστικό επίθημα -ίκος) κατά το φουκαρατζίκος με μετατροπή [o] > [u][1] ή με το [u] ως συνδετικό φωνήεν κατά τα -ούλης, -ούτσικος[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /la.uˈd͡zi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐ου‐τζί‐κος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαουτζίκος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λαουτζίκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «λαός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.