Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαλές οι λαλέδες
      γενική του λαλέ των λαλέδων
    αιτιατική τον λαλέ τους λαλέδες
     κλητική λαλέ λαλέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαλές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική لاله (τουρκική lale) + < περσική لاله (lāla, τουλίπα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laˈles/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐λές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαλές αρσενικό

  1. (λουλούδι) (πολίτικη διάλεκτος) η τουλίπα
  2. (λουλούδι) (κυπριακά) η ανεμώνα, λευκό, κόκκινο ή ιώδες (μωβ) αγριολούλουδο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    Άρκεψαν να φκαίνουν οι λαλέδες.

  Μεταφράσεις επεξεργασία