λακωνίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λακωνίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λακωνίζω (μιμούμαι τους Λάκωνες)[1]
Ρήμα επεξεργασία
λακωνίζω
- (αρχαιοπρεπές, αμετάβατο) μιλώ λακωνικά, με λίγα αλλά ουσιαστικά λόγια, εκφράζομαι περιεκτικά, συνήθως χρησιμοποιείται στην έκφραση: «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν»
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λακωνίζω | λακώνιζα | θα λακωνίζω | να λακωνίζω | λακωνίζοντας | |
β' ενικ. | λακωνίζεις | λακώνιζες | θα λακωνίζεις | να λακωνίζεις | λακώνιζε | |
γ' ενικ. | λακωνίζει | λακώνιζε | θα λακωνίζει | να λακωνίζει | ||
α' πληθ. | λακωνίζουμε | λακωνίζαμε | θα λακωνίζουμε | να λακωνίζουμε | ||
β' πληθ. | λακωνίζετε | λακωνίζατε | θα λακωνίζετε | να λακωνίζετε | λακωνίζετε | |
γ' πληθ. | λακωνίζουν(ε) | λακώνιζαν λακωνίζαν(ε) |
θα λακωνίζουν(ε) | να λακωνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λακώνισα | θα λακωνίσω | να λακωνίσω | λακωνίσει | ||
β' ενικ. | λακώνισες | θα λακωνίσεις | να λακωνίσεις | λακώνισε | ||
γ' ενικ. | λακώνισε | θα λακωνίσει | να λακωνίσει | |||
α' πληθ. | λακωνίσαμε | θα λακωνίσουμε | να λακωνίσουμε | |||
β' πληθ. | λακωνίσατε | θα λακωνίσετε | να λακωνίσετε | λακωνίστε | ||
γ' πληθ. | λακώνισαν λακωνίσαν(ε) |
θα λακωνίσουν(ε) | να λακωνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λακωνίσει | είχα λακωνίσει | θα έχω λακωνίσει | να έχω λακωνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις λακωνίσει | είχες λακωνίσει | θα έχεις λακωνίσει | να έχεις λακωνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει λακωνίσει | είχε λακωνίσει | θα έχει λακωνίσει | να έχει λακωνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λακωνίσει | είχαμε λακωνίσει | θα έχουμε λακωνίσει | να έχουμε λακωνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε λακωνίσει | είχατε λακωνίσει | θα έχετε λακωνίσει | να έχετε λακωνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λακωνίσει | είχαν λακωνίσει | θα έχουν λακωνίσει | να έχουν λακωνίσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
λακωνίζω
|
Πηγές επεξεργασία
- λακωνίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λακωνίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λακωνίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
λακωνίζω
- φέρομαι όπως οι Λάκωνες, μιμούμαι τους τρόπους ή το ντύσιμό τους
- υποστηρίζω τους Λακεδαιμόνιους, συντάσσομαι με τα συμφέροντα της (αρχαίας) Σπάρτης
- είμαι παιδεραστής
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λακωνίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λακωνίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.