λαθροφαγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαθροφαγία < μεσαιωνική ελληνική λαθροφαγία < αρχαία ελληνική λαθροφάγος < λάθρῃ + -φάγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαθροφαγία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαθροφαγία
|
λαθροφαγία θηλυκό
|