λαθραλιεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαθραλιεία | οι | λαθραλιείες |
γενική | της | λαθραλιείας | — | |
αιτιατική | τη | λαθραλιεία | τις | λαθραλιείες |
κλητική | λαθραλιεία | λαθραλιείες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαθραλιεία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαθραλιεία
|