λαθραίως
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαθραίως < λαθραῖ(ος) + -ως
Επίρρημα επεξεργασία
λαθραίως
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λαθραίως, λαθραῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.