Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαζουρίτης οι λαζουρίτες
      γενική του λαζουρίτη των λαζουριτών
    αιτιατική τον λαζουρίτη τους λαζουρίτες
     κλητική λαζουρίτη λαζουρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαζουρίτης < (άμεσο δάνειο) γαλλική lazurite < μεσαιωνική λατινική lazur (lapis lazuli) < αραβική لازورد (lāzaward) < περσική لاژورد (lāžward)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαζουρίτης αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία